- παραμαγούλα
- ηκοινή ονομασία μεταδοτικής ασθένειας που προσβάλλει κυρίως τα παιδιά, η παρωτίτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + μάγουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραμαγούλα — η 1. πρήξιμο στο λαιμό και κοντά στο αυτί. 2. παρωτίτιδα, μαγουλήθρα, μαγουλίτσα, μαγουλάδα: Το παιδί έβγαλε παραμαγούλες και δεν πρέπει να πάει στο σχολείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντογρού — και ντουγρού επίρρ. 1. τοπ. κατευθείαν, χωρίς λοξοδρομήσεις, ίσια («πας ντουγρού τον δρόμο σου σαν τ άλογο το ζεμένο, με τα παραμαγούλα στα μάτια», Ρώτας) 2. χρον. γρήγορα, αμέσως, ευθύς 3. (τροπ.) απερίφραστα, χωρίς περιστροφές («μπήκε ντουγρού… … Dictionary of Greek
παρωτίτιδα — η (ιατρ.), πάθηση του σιελογόνου αδένα του έξω ακουστικού πόρου, αλλιώς παραμαγούλα, μαγουλήθρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)